κοπῶν

κοπῶν
κοπάζω
grow weary
fut part act masc voc sg
κοπάζω
grow weary
fut part act neut nom/voc/acc sg
κοπάζω
grow weary
fut part act masc nom sg (attic epic ionic)
κοπή
cutting
fem gen pl
κοπόω
weary
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
κοπόω
weary
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
κοπόω
weary
pres part act masc nom sg
κοπόω
weary
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κόπων — κόπος striking masc gen pl κοπόω weary imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κοπόω weary imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CYDNUS — Cilicae fluv. Tarsum urbem praeterfluens. Iustin. l. 11. c. 8. Cum Tarsum venisset, captus Cydnis fluminis amoenitate, per mediam arbem influentis proiectis armis, plenus pulveris ac sudoris in praefrigidam undam se proiecit. Q. Curtius, l. 3. c …   Hofmann J. Lexicon universale

  • απονιά — η (Α ἀπονία) [άπονος] έλλειψη συμπόνιας, ασπλαχνιά αρχ. 1. αποφυγή κόπων, οκνηρία 2. εξαίρεση, απαλλαγή από τους κόπους 3. καθιστική ζωή των γυναικών 4. (φιλοσ.) απαλλαγή από τους πόνους, αναλγησία …   Dictionary of Greek

  • αρνησιπονία — η η αποφυγή των κόπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρνησις ( η) + πονία < πόνος «κόπος, μόχθος». Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ι. Σούτζο] …   Dictionary of Greek

  • δημιούργημα — το (AM δημιούργημα) [δημιουργώ] έργο εμπνευσμένου δημιουργού, καλλιτέχνημα νεοελλ. 1. αποτέλεσμα δημιουργικών δυνάμεων και επιδράσεων («δημιούργημα πολλών κόπων και προσπαθειών») 2. φρ. α) «δημιουργήματα τής φαντασίας σου» ανυπόστατες,… …   Dictionary of Greek

  • θελκτήριος — θελκτήριος, ον (Α) [θελκτήρ] 1. αυτός που θέλγει, αυτός που καταπραΰνει 2. ελκυστικός, μαγευτικός, απατηλός («ὄμματος θελκτήριον τόξευμα» το μαγικό βέλος τού οφθαλμού, Αισχύλ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τo θελκτήριον α) (για τη ζώνη τής Αφροδίτης)… …   Dictionary of Greek

  • πρινοκόπος — Α (κατά τον Ησύχ.) «κοπῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖνος + κόπος*] …   Dictionary of Greek

  • φυγοπονία — η, ΝΜΑ [φυγόπονος] η αποφυγή τών κόπων τής εργασίας, οκνηρία, τεμπελιά …   Dictionary of Greek

  • φυγοπονία — η η αποφυγή των κόπων, η οκνηρία, η τεμπελιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”