κόπων — κόπος striking masc gen pl κοπόω weary imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κοπόω weary imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CYDNUS — Cilicae fluv. Tarsum urbem praeterfluens. Iustin. l. 11. c. 8. Cum Tarsum venisset, captus Cydnis fluminis amoenitate, per mediam arbem influentis proiectis armis, plenus pulveris ac sudoris in praefrigidam undam se proiecit. Q. Curtius, l. 3. c … Hofmann J. Lexicon universale
απονιά — η (Α ἀπονία) [άπονος] έλλειψη συμπόνιας, ασπλαχνιά αρχ. 1. αποφυγή κόπων, οκνηρία 2. εξαίρεση, απαλλαγή από τους κόπους 3. καθιστική ζωή των γυναικών 4. (φιλοσ.) απαλλαγή από τους πόνους, αναλγησία … Dictionary of Greek
αρνησιπονία — η η αποφυγή των κόπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρνησις ( η) + πονία < πόνος «κόπος, μόχθος». Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ι. Σούτζο] … Dictionary of Greek
δημιούργημα — το (AM δημιούργημα) [δημιουργώ] έργο εμπνευσμένου δημιουργού, καλλιτέχνημα νεοελλ. 1. αποτέλεσμα δημιουργικών δυνάμεων και επιδράσεων («δημιούργημα πολλών κόπων και προσπαθειών») 2. φρ. α) «δημιουργήματα τής φαντασίας σου» ανυπόστατες,… … Dictionary of Greek
θελκτήριος — θελκτήριος, ον (Α) [θελκτήρ] 1. αυτός που θέλγει, αυτός που καταπραΰνει 2. ελκυστικός, μαγευτικός, απατηλός («ὄμματος θελκτήριον τόξευμα» το μαγικό βέλος τού οφθαλμού, Αισχύλ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τo θελκτήριον α) (για τη ζώνη τής Αφροδίτης)… … Dictionary of Greek
πρινοκόπος — Α (κατά τον Ησύχ.) «κοπῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖνος + κόπος*] … Dictionary of Greek
φυγοπονία — η, ΝΜΑ [φυγόπονος] η αποφυγή τών κόπων τής εργασίας, οκνηρία, τεμπελιά … Dictionary of Greek
φυγοπονία — η η αποφυγή των κόπων, η οκνηρία, η τεμπελιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)